Τρία πόδια και δύο πέη

Σ’ ένα παράνομο ιατρείο, στην ανατολική όχθη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ, τον Οκτώβρη του χίλια εννιακόσια στη Σεβίλη, γεννιέται ο αγνώστου πατρός, Κάρλο Χαβιέρ Μαρία Χουάν Καστίγιο Σολ Μάρκος. Το νεογέννητο σώμα του παραδόθηκε στη θρησκόληπτη, πόρνη μητέρα του, έχοντας τρία πόδια και δυο πέη, εκείνη, βλέποντάς το, καταράστηκε το θεό, τον γιατρό και τη μοίρα της, και έφυγε πετώντας «το τέρας» στο πάτωμα του ιατρείου. Ο εγκαταλελειμμένος υιοθετήθηκε αμέσως από τον γιατρό, Φερνάντο Αντόνιο Μπετόρο, που τον είχε άλλωστε φέρει στον κόσμο.

Όταν το νεογέννητο σώμα του παραδόθηκε στη μητέρα του, εκείνη, θρησκόληπτη γυναίκα, βλέποντας τα τρία πόδια και τα δύο πέη, καταράστηκε το θεό, τον γιατρό και τη μοίρα της, φεύγοντας αυτοστιγμεί, αφήνοντας «το τέρας» στο πάτωμα του ιατρείου. Ο εγκαταλελειμμένος υιοθετήθηκε αμέσως από τον γιατρό, Φερνάντο Αντόνιο Μπετόρο, που τον είχε άλλωστε φέρει στον κόσμο.

Με έφεση στη μουσική, το χορό και τα ερωτικά παιχνίδια, μεταμορφώθηκε, μεγαλώνοντας γρήγορα, σ’ έναν εντυπωσιακό άνδρα, που γοήτευε και προκαλούσε με την εμφάνιση και τα ταλέντα του.

Ο γιατρός τού προσφέρει απλόχερα τα πάντα. Τα ρούχα του ράβονται από το φημισμένο ραφτάδικο «Κουάτρο Μουχέρες», τα παπούτσια είναι χειροποίητα, παραγγελία στον Αλεχάντερ Φιντέλ Λεονέλ Μόρα, τον επίσημο υποδηματοποιό του Βασιλιά Αλφόνσου. Οδηγεί την πρώτη σπορ κίτρινη Μπιούκ Κ44, που του δώρησε για τα εικοστά γενέθλιά του, ο διευθυντής του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών –Εφ. Μπι. Άι–, Τζον Έντγκαρ Χούβερ.

Ταξιδεύει κι ανακαλύπτει όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου. Ασπάζεται περιστασιακά τον Ινδουισμό.

Τον Αύγουστο του χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα, φωτογραφίζεται γυμνός στο περιοδικό «Χόλα Κλάρα», λαμβάνοντας δύο εκατομμύρια πεσέτες, ποσό που δωρίζει στο ορφανοτροφείο αρρένων της «Σάντα Μαρκέλλας».

Ο Δικτάτορας Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα τον παρασημοφορεί για την πράξη του, προσκαλώντας τον για ένα διήμερο στο εξοχικό του στη Μάλαγα. Εκεί, φήμες θέλουν τον Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα και τον Κάρλο Χαβιέρ Μαρία Χουάν Καστίγιο Σολ Μάρκος να επιδίδονται σε όργια με καλόγριες και καλόγερους του μοναστηριού «Σάντα Κρότσε», όπως και με τη «Μιραμπέλα», τη νεαρή, ψηλοκάπουλη, αραβική φοράδα του δικτάτορα.

Ο Κάρλο Χαβιέρ Μαρία Χουάν Καστίγιο Σολ Μάρκος είναι πλέον διάσημος. Οι φήμες τον κάνουν διάσημο και ο θετός πατέρας του, ο γιατρός, δεν μπορεί να τον ελέγξει πια. Εμφανίζεται σε καμπαρέ και μιούζικ χολ, κάνοντας στριπτίζ, επιδεικνύοντας τα τρία του πόδια και τα φημισμένα τώρα πέη του.

Στο Παρίσι γνωρίζει την Ζοζεφίν Μπέικερ. Ερωτεύονται στις δώδεκα Φεβρουαρίου και, δυο ημέρες μετά, κάνουν έρωτα στην κορφή του Πύργου του Άιφελ. Ύστερα απ’ τη σύλληψή του για προσβολή της δημοσίας αιδούς, εξετάζεται από τον πρωτοποριακό, αμφιλεγόμενο ψυχίατρο, ψυχαναλυτή Ζακ Λαγκάν, ο οποίος συστήνει τον τρίμηνο εγκλεισμό του, υπό το πλαίσιο μιας πειραματικής για την εποχή θεραπείας αναμόρφωσης, στο κέντρο του Ανακτόρου των Βερσαλλιών, στη λεγόμενη «Αίθουσα των Κατόπτρων».

Ο χώρος αυτός, μήκους εβδομήντα μέτρων, είναι ποικιλμένος με υπέρλαμπρα κρύσταλλα, επτάλυχνα κηροπήγια και αμέτρητους καθρέφτες. Εκεί, ο Κάρλο Χαβιέρ Μαρία Χουάν Καστίγιο Σολ Μάρκος έρχεται καθημερινά ενώπιον του πολλαπλασιασμένου ειδώλου του, θαυμάζοντας τα χιλιάδες πλέον πόδια του και τα κατά προσέγγιση ένα εκατομμύριο διακόσιες είκοσι τέσσερις χιλιάδες πέη του, μπλεγμένα στις αντανακλάσεις των κατόπτρων και χωμένα στις τοιχογραφίες μυθολογικών οργίων που δεσπόζουν στην οροφή.

Τρεις μήνες αργότερα, έχοντας εμπνευστεί από το περιβάλλον του εγκλεισμού του, έγραψε τα βιβλία «Η Αμαρτωλή Τρύπα στο Κρυφό Πρόσωπο του Ανθρώπου» και την τριλογία «Εκεί όπου ο Διάβολος θα Μπορεί να Πονάει Ακόμα». Συνέθεσε οκτώ μικρές οπερέτες, που ακούστηκαν για μια και μοναδική φορά στην κηδεία του γιατρού Φερνάντο Αντόνιο Μπετόρο, του ανθρώπου που τον υιοθέτησε (και που εκείνος πλέον αποκαλούσε «αγαπημένε μου πατέρα»), από την συμφωνική ορχήστρα της Σεβίλης.

Η ορχήστρα ερμήνευσε τα έργα με αδαμιαία εμφάνιση, μία φεγγαρόλουστη νύχτα, έξω από παρεκκλήσι της «Σάντα Ντολόρες». Οι καλόγριες που συνόδευαν στα χορωδιακά τη συμφωνική ορχήστρα είχαν τα μάτια τους δεμένα με μεταξένιες κορδέλες και στα χέρια τους κρατούσαν μπουκέτα από μαύρα τριαντάφυλλα.

Το χίλια εννιακόσια τριάντα τρία, στο τέλος του Δεκέμβρη, στο μιούζικ χολ «Λος Γκαρδένιας», ο Κάρλο Χαβιέρ Μαρία Χουάν Καστίγιο Σολ Μάρκος, χορεύοντας στο πρωτοχρονιάτικο σόου, βρίσκει τραγικό θάνατο. Η στύση ενός από τα πέη του μπερδεύεται με το αριστερό ανασηκωμένο του πόδι, οδηγώντας τον να χάσει την ισορροπία του. Γλιστράει τότε απ’ τη σκηνή και καρφώνεται στη μπαγκέτα του μαέστρου, Σέρτζιο Μουέρτε.

Ήταν τριάντα τριών ετών.

Στην κηδεία, οι θαυμαστές του Κάρλο Χαβιέρ Μαρία Χουάν Καστίγιο Σολ Μάρκος, παραταγμένοι στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ και βρισκόμενοι σε κατανυκτικό ντελίριο, αφήνουν λευκούς κάλλες μέσα στη χρυσή σχέδια που επιπλέει με τη φλεγόμενη σωρό του. Το ίδιο βράδυ, τριάντα απ’ αυτούς θα ξυρίσουν τα γεννητικά τους όργανα και θα αυτοϊκανοποιηθούν, σε ένδειξη πένθους και λατρείας, πάνω στη σκηνή του καμπαρέ «Λόλα Καρμελίτα», όπου ακούγονται ασταμάτητα οι «Αλιείς Μαργαριταριών» του Μπιζέ.

Η διαθήκη ανοίχτηκε προτού το σώμα του αφεθεί στην πυρά. Μεταξύ άλλων, βρέθηκε εκεί η εντολή «τα γεννητικά μου όργανα να δοθούν» –όπως και έγινε– «ως προσφορά στην Πανεπιστημιακή Ιατρική Σχολή της Σεβίλης».

Μετά από οκτώ χρόνια, το χίλια εννιακόσια σαράντα ένα, η γυάλα με τα δύο πέη, η οποία κοσμούσε την είσοδο της Σχολής, ράγισε, έσπασε και πετάχτηκε στα σκουπίδια, μαζί με το περιεχόμενό της, από την υπεύθυνη καθαριότητας, κυρία Ορούσια Κάθεριν Αγκουστάλ. Όπως ομολόγησε αργότερα στον βιογράφο, γνώριζε προσωπικά τον βιογραφούμενο –ήταν αδελφή της μητέρας του– και κατέστρεψε, εντελώς συνειδητά, αυτό που ονόμαζε «απομεινάρια του Τέρατος».

 

 Πίνακας από την έκθεση «Πικρές Ιστορίες Πασπαλισμένες με Ζάχαρη Άχνη», Αθήνα 1997>Gallery Κιβωτός.

 

 

 

No Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *