Στην άκρη της πόλης.

(Μια νεαρή κοπέλα κρατάει ένα κόκκινο μήλο στο χέρι της. Το πλησιάζει στο στόμα και το δαγκώνει.)

«Δεν ξέρω κανένα, φύγε» μου λέει η μεσόκοπη ταμίας του ταχυδρομείου.

«Τέτοιο σπίτι δεν υπάρχει. Άδικα ψάχνεις» λένε εν χορώ οι κλητήρες στο Δημαρχείο. Κι ο δήμαρχος –τον είδα– γέλασε κλείνοντάς μου το μάτι.

«Εδώ, ξέχνα το, δεν θα βρεις σπίτι» λέει ο μανάβης με το βλέμμα του να καρφώνει το κατακόκκινο μήλο που του ’χα μόλις αρπάξει.

Μπήκα στο αυτοκίνητο. «Είναι δύσκολο να βρούμε σπίτι» τους είπα και βρέθηκα –με πέταξαν δηλαδή– έξω στο δρόμο την ίδια στιγμή.

Συνέχισα τότε πάλι να περπατώ και να ψάχνω. Οι πόρτες των σπιτιών έκλειναν η μια μετά την άλλη˙ οι απαντήσεις πάνω κάτω οι ίδιες. «Δεν ξέρω τίποτα», «Λάθος πόρτα», «Δεν γνωρίζω», «Φύγε».

Περπατούσα. Εγώ πάντα μπροστά και το αυτοκίνητο ν’ ακολουθεί πίσω μου. Μεσημέρι, ζεστός αέρας, οι δρόμοι άδειοι. Μάτια με παρακολουθούν.

Περπατάω.

Περπατάω.

Περπατάω.

Φτάνω στην άκρη της πόλης.

Φτάνω μπροστά σ’ ένα σπίτι, στην άκρη της πόλης.

Μπροστά σε μια λευκή πόρτα, απέναντι από το κουδούνι της πόρτας.

Και τώρα, τώρα όλα είν’ ακίνητα. Εγώ· το αυτοκίνητο· αυτοί που βρίσκονται μες στο αυτοκίνητο· η άκρη της πόλης· το σπίτι, η λευκή πόρτα, το κουδούνι· η σιωπή.

(Πριν η κοπέλα αγγίξει το κουδούνι, ένας άντρας ανοίγει την πόρτα. Έχει κόκκινα κοντά γένια, γκρίζα μάτια, φοράει γαλάζια φόρμα και λευκό τισέρτ.)

«Περπατήσατε πολύ για να φτάσετε;» ρωτάει.

«Ναι», του λέω, «πάρα πολύ».

(Η κοπέλα τον κοιτά στα μάτια και του μιλάει ψιθυριστά.)

«Να θυμάσαι, τα μαλλιά της είναι μαύρα, έχει γαλάζια μάτια και λευκή επιδερμίδα».

«Δεν καταλαβαίνω. Τι ζητάτε;»

«Ένα σπίτι να μείνουμε» απαντώ.

«Το φουστάνι της είναι γαλάζιο, με ροζ φιόγκους» του ψιθυρίζω.

(Ο άντρας την κοιτάει με παγωμένο βλέμμα.)

«Μόνη σου είσαι;»

«Όχι. Μαζί μ’ εμένα, είμαστε εννέα» λέω και το χέρι μου δείχνει προς το σταματημένο αυτοκίνητο.

(Το αυτοκίνητο είναι μια λιμουζίνα, επικαλυμμένη με ατόφιο χρυσάφι. Πίσω απ’ τα μαύρα τζάμια, μπροστά στο επίχρυσο τιμόνι και πάνω σε τέσσερα δερμάτινα μαξιλάρια, κάθεται και οδηγεί ο Γρουσούζης Τζο.)

«Για πόσο καιρό θέλετε το σπίτι;» ρωτάει κοιτάζοντας το κόκκινο μήλο που παίζω στα χέρια μου.

«Μην το κοιτάς αυτό, δεν είναι για σένα», λέω, «είναι δηλητηριασμένο».

Μου παίρνει το μήλο απ’ τα χέρια.

«Για πόσο καιρό το θέλετε;» ρωτάει πάλι.

«Για όσο ζήσεις» του λέω.

(Ο άντρας, χαμογελώντας, δαγκώνει το μήλο κι αυτό γλιστράει απ’ το χέρι του κι εκείνος πέφτει αργά, πέφτει αργά μπροστά στην πόρτα του σπιτιού.)

Ο Τζο παρκάρει το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Κι ύστερα, όλοι μαζί, ξαπλώνουμε τον άντρα –αυτών που έπεσε αργά μπροστά στην πόρτα του σπιτιού– στο κρεβάτι.

(Σ’ ένα σπίτι, στην άκρη της πόλης, καθισμένοι σε μεγάλους καναπέδες, πίνουν ουίσκι και μιλάνε, εφτά νάνοι και μια γριά.)

Εγώ αλλάζω ρούχα και κάθομαι απέναντί του, απέναντι από το κρεβάτι.

(Σ’ ένα σπίτι στην άκρη της πόλης, μια νεαρή κοπέλα είναι καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, φορώντας γαλάζιο φουστάνι με ροζ φιόγκους. Έχει λευκή επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά. Απέναντί της, ένας άντρας με κόκκινα κοντά γένια, είναι ξαπλωμένος με μάτια κλειστά.

Η ώρα περνάει και οι νάνοι κλείνουν επίσης τα μάτια τους, χωμένοι στην αγκαλιά της γριάς, ενώ η κοπέλα κοιτάζει βαριεστημένα το ρολόι.)

Βρίσκομαι σ’ ένα σπίτι, στην άκρη της πόλης.

Είμαι καθισμένη στο κρεβάτι.

Στο χέρι μου κρατάω ένα κόκκινο δαγκωμένο μήλο. Σκέφτομαι εάν τελικά θα τον φιλήσω.

(Η κοπέλα φέρνει το δαγκωμένο μήλο στο στόμα της.

Το δαγκώνει.

Το μήλο κατρακυλά στο πάτωμα.

Ο άντρας με τα κόκκινα κοντά γένια θ’ ανοίξει σε λίγο τα μάτια του. Και τότε θα δει στην κρεβατοκάμαρά του ένα κορίτσι, πεσμένο στο πάτωμα, μ’ ένα κόκκινο μήλο δίπλα της, δαγκωμένο.)

Απ’ αυτό το βράδυ, εγώ, εκείνος, επτά νάνοι και μια γριά ντυμένη μάγισσα…

(Σε λίγο, ο άντρας θα βρει στο σαλόνι του επτά νάνους να κοιμούνται στην αγκαλιά μιας γριάς, ντυμένης μάγισσα. Θα μείνει για ώρα σκεπτικός και μετά θα φιλήσει το κορίτσι στο στόμα. Ναι, θα το φιλήσει με πάθος.)

Απ’ αυτό το βράδυ, εγώ, εκείνος, επτά νάνοι και μια γριά ντυμένη μάγισσα ζούμε μαζί, σ’ ένα σπίτι στην άκρη της πόλης, ευτυχισμένοι.

No Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *