Ένας ψεύτικος κρίνος.
(Ένας άντρας στέκεται μπροστά σε μια ηλικιωμένη γυναίκα.)
«Φύγε, δεν θέλω να με βλέπεις».
«Θα μείνω, πρέπει να είμαι κοντά σου».
«Πονάω. Δεν θέλω να είσαι εδώ».
«Γιατί πιστεύεις ότι αυτή είναι η μοίρα σου;»
«Έτσι πρέπει να γίνει».
«Είσαι δικός μου».
«Ναι. Αλλά θα γίνω κάτι άλλο, πάνω από εσένα και εμένα».
«Αυτό προσπαθώ να σου πω. Είσαι ήδη κάτι άλλο για μένα».
«Πονάω, δεν μπορώ να μιλάω άλλο».
«Θα μείνω όσο μου επιτρέπουν τα μάτια μου».
«Φύγε, σε παρακαλώ».
(Η σάρκα εμπόδισε το μέταλλο να ενωθεί με το ξύλο. Ο άντρας μιλάει τώρα ψιθυριστά και η γυναίκα πιο δυνατά.)
«Είναι ψεύτες, με ακούς;, είναι ψεύτες. Θύμα είσαι, το θύμα τους».
«Δεν σε πιστεύω, μην προσπαθείς άλλο».
(Από παιδί ήταν ελεύθερος. Μιλούσε με όλους, γνώριζε το καλό και το κακό μες στους ανθρώπους. Εκείνη τον εμπιστευόταν˙ αυτός την άκουγε, πάντα την πίστευε, την αγαπούσε.)
«Με χτύπησαν, καταλαβαίνεις; Ήρθαν, μας χτύπησαν, έδεσαν κι εκείνον, μ’ έγδυσαν. Με έγδυσαν. Με είχαν γυμνή όλη τη μέρα, όλη τη νύχτα. Γυμνή στα κορμιά τους, να στριμώχνομαι βίαια μέσα στα πόδια τους, στα χέρια τους, να γδέρνουν το κορμί μου, να γδέρνουν τα χείλη μου με τα γένια τους, τα δόντια τους, να παλεύουν με τα στήθη μου, τις ρώγες, τα δάχτυλά μου.
»Μια τρέλα κι εκείνος να βλέπει. Να βλέπει. Να προσπαθεί να κλείσει τα μάτια του και κανείς να μην του κλείνει τ’ αυτιά – δεν ξέρω πόσοι ήταν. Όλη τη μέρα, τη νύχτα, όλη. Άκουγε. Με άκουγε να φωνάζω, να φτύνω, να ουρλιάζω. Πονούσα, με πονούσαν – δεν ξέρω πόσοι ήταν. Όλη τη μέρα, όλη τη νύχτα.
»Όταν έφυγαν, πλενόμουν για ώρα· να φύγει η βρώμα τους, το σπέρμα τους. Να καθαρίσω τα ρουθούνια μου από τη μυρωδιά, τα μάτια μου από την εικόνα, τα στήθη απ’ τα σάλια τους. Ποτέ όμως δεν καθάρισα».
«Δεν είμαι δικό τους παιδί».
«Είσαι δικό τους, πίστεψέ το».
«Εγώ γεννήθηκα για να φτάσω μέχρι το τέλος».
«Γεννήθηκες από ένα λάθος. Θέλεις να πεθάνεις για έν’ ακόμα;»
(Η γυναίκα κοίταξε τα πληγιασμένα του πόδια και ήταν σαν να μπορούσε να δει σε αυτά τα πρώτα του βήματα.)
«Δεν μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου από τον θάνατο».
«Ποτέ δεν ήμουν παιδί τους».
«Θα φύγεις χωρίς να έχεις ζήσεις τίποτα. Θα φύγεις μόνος και θα σαπίσεις στη γη κι εγώ θα ’ρχομαι να κλαίω πάνω απ’ τα λευκά σου κόκαλα»
«Κοίτα τα μάτια μου και πες την αλήθεια».
«Τα σκουλήκια θα στριμώχνονται εκεί όπου τώρα είναι τα μάτια σου».
«Δεν μπορώ πια να κάνω πίσω. Διψώ και φοβάμαι».
(Ένα σφουγγάρι, βουτηγμένο στο ξύδι, ακούμπησε το στόμα του. Τότε εκείνη κάθισε στη γη, χωρίς να κοιτάει πια τα μάτια του, που θα έκλειναν για πάντα.)
Ποτέ η ζωή της δεν ήταν τόσο έρημη.
Το βράδυ έπλυνε το σώμα της, όλο το σώμα, εκτός από τα μάτια. Κράτησε μία μόνο εικόνα. Και σταμάτησε την καρδιά της.
Ο ψεύτικος κρίνος έστεκε σκονισμένος στο περβάζι του παραθύρου.
No Comments