Ο Αύγουστος Λόμπαρκ.

Το διήγημα του έργου «Ο Αύγουστος Λόμπαρκ» βραβεύτηκε και εκδόθηκε στη συλλογή διηγημάτων «Αντιθέσεις» από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ το 2019.

Όταν πέθανε, στα εκατόν εννέα της χρόνια, η γιαγιά του Αύγουστου Λόμπαρκ, Θεοδότα Κυβέλη, κανείς δεν ήθελε να κληρονομήσει το σπίτι της. Ο Αύγουστος όμως αγαπούσε πολύ αυτό το χωμένο στην πυκνή ρεματιά σπίτι. «Ένα σπίτι που αντέχει όλα τα παράξενα πλάσματα», έλεγε φιλοσοφώντας η γιαγιά του, «εσένα κι εμένα, τη μητέρα σου και τις αδελφές της, όλα μας τα κλάματα και τα γέλια, τις φωνές των γειτόνων, τις σιωπές τ’ ουρανού, τα όνειρα και τα λάθη μας».

Αφού πέρασαν σαράντα μέρες από τον «αναμενόμενο και αργοπορημένο θάνατό της» (όπως είχε δηλώσει στην ανάγνωση της διαθήκης της ο Κίμωνας Κωνσταντίνος, έτερος εγγονός, εξάδελφος και δικηγόρος), ο Αύγουστος πάτησε ξανά τα γαλάζια, ξύλινα σκαλιά της βεράντας, μ’  ένα κλεμμένο κλειδί στο χέρι.

Μόλις άνοιξε την πόρτα, το σκονισμένο σπίτι ξύπνησε. Το σκούρο παρκέ μαρτύρησε φοβισμένα ίχνη από τις θείες και τη μητέρα του, βήματα από τα άτσαλα χοντροπάπουτσα του κυρίου Μιχαλάκη Βερίκοκου, μεσίτη, πρώην γαμπρού της γιαγιάς και επιτήδειου απατεωνίσκου, που καραδοκούσε χρόνια για ν’ αρπάξει το σπίτι.

Το εσωτερικό ήταν όπως το θυμόταν. Οι κουρτίνες πιασμένες με μεγάλους φιόγκους στην άκρη των παραθύρων, το πιάνο με τις παρτιτούρες στην άκρη του σαλονιού, η πολυθρόνα της γιαγιάς κοντά στη βιβλιοθήκη και τ’ αμέτρητα πορσελάνινα μπιμπελό αφημένα ολόγυρα.

Σε μια γωνιά του δωματίου, είδε ένα λευκό, σκονισμένο κουτί. Ανοίγοντάς το, μια τούλινη φούστα μπαλέτου ξεπρόβαλε, μαζί μ’ ένα ζευγάρι ροζ πουέντ και μια κάρτα, μια ξεθωριασμένη κάρτα που έγραφε: «Για σένα». Το πικάπ άρχισε να παίζει μόνο του μουσική από  το Μπαλέτο Ζιζέλ του Αντόλφ Αντάμ. Οι υπέροχοι κρίνοι, τους οποίους φύτευε και λάτρευε η γιαγιά του, έσπασαν βίαια τα τζάμια των παραθύρων και χώθηκαν, ολόλευκοι και τεράστιοι, μέσα στο σπίτι, ξεχύνοντας άπλετο φως.

Ο Αύγουστος, τρομοκρατημένος, χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, γδύθηκε, φόρεσε τη φούστα και τις πουέντ, στάθηκε στη μέση του σαλονιού κι άρχισε να χορεύει.

 

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με τη φούστα πάνω στη μέση του, βρώμικη και σκισμένη, ενώ στα πόδια του υπήρχαν ακόμη οι πουέντ, σφιχτά δεμένες, ματωμένες. Ο δίσκος γυρνούσε στο πικάπ, χωρίς μουσική, μ’ ένα μονότονο χριτς-χριτς που τρυπούσε τ’ αυτιά. Φόρεσε βιαστικά τα ρούχα του, παραμέρισε τα σπασμένα τζάμια και τους μαραμένους κρίνους, έκλεισε τα σκούρα παραθυρόφυλλα κι έφυγε κλειδώνοντας πίσω του.

Σε λίγους μήνες το σπίτι πουλήθηκε. Μια μεζονέτα πατάει τώρα στους βολβούς των λευκών κρίνων, ενώ στο κουδούνι γράφει «Μιχαήλ Βερίκοκος – Μεσίτης».

Ακουαρέλα και μελάνι σε χαρτί 30×40 / 2019